ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
-έω, Α
αποκαλώ επίσης («τὴν τοῡ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», Πλούτ.).
-έω, Α
αποκαλώ επίσης («τὴν τοῡ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», Πλούτ.).