συναπολύω
From LSJ
English (LSJ)
A release together, τινά τινι J.AJ10.9.1:—Pass., Plu.2.406e, S.E.M.11.66.
German (Pape)
[Seite 1002] mit befreien, S. Emp. adv. eth. 66.
Greek (Liddell-Scott)
συναπολύω: ἀπολύω συγχρόνως ἢ ὁμοῦ, Θεοδωρήτ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1, 31. ― Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 66.