συνέζομαι

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέζομαι Medium diacritics: συνέζομαι Low diacritics: συνέζομαι Capitals: ΣΥΝΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synézomai Transliteration B: synezomai Transliteration C: synezomai Beta Code: sune/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A sit together, in fut. inf. συνεδεῖσθαι, Hsch., Phot.    II to be assessor, βήματι Epigr.Gr.395.4 (Amasia).

Greek (Liddell-Scott)

συνέζομαι: μέσ., συγκάθημαι, Γραμμ.

Greek Monolingual

Α
1. είμαι σύνεδρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «συγκαθῆσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕζομαι «κάθομαι»].

Greek Monolingual

Α
1. είμαι σύνεδρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «συγκαθῆσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕζομαι «κάθομαι»].