συνεκπνέω
From LSJ
English (LSJ)
A breathe one's last along with, τινι E.IT684, cf. PHerc. 1041.3; σ. τῷ χαίρειν Luc.Laps.3.
German (Pape)
[Seite 1013] (s. πνέω), mit oder zugleich aushauchen, sterben, τινί, Eur. I. T. 684; Luc. amor. 47.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἐκπνέω ὁμοῦ μετά τινος, χρὴ συνεκπνεῦσαί μέ σοι Εὐρ. Ι. Τ. 684· τῷ χαίρειν συνεκπνεῦσαι Λουκ. περὶ Πένθ. 3.
French (Bailly abrégé)
exhaler son souffle ou mourir avec.
Étymologie: σύν, ἐκπνέω.
Greek Monolingual
Α ἐκπνέω
εκπνέω μαζί με κάποιον, συναποθνήσκω.
Greek Monolingual
Α ἐκπνέω
εκπνέω μαζί με κάποιον, συναποθνήσκω.