συνεπιγνώμων
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»].
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»].