χασίς Search Google

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

και χασίσι, το, Ν
άκλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία του φυτού της ινδικής κάνναβης
2. ιατρ. περιληπτική ονομασία διαφόρων ναρκωτικών παρασκευασμάτων, που λαμβάνονται από το παραπάνω φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haşiş. Η λ., στον λόγιο τ. χασίσιον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].