Ταρσεύς
From LSJ
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 habitant de Tarse;
2 habitant ou originaire du dème Ταρσεῖς.
Étymologie: Ταρσός.
English (Strong)
from Ταρσός; a Tarsean, i.e. native of Tarsus: of Tarsus.
English (Thayer)
Ταρσεως, ὁ (Ταρσός, which see), belonging to Tarsus, of Tarsus: Acts 21:39.
Greek Monolingual
ὁ, Α
επίκληση του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < Ταρσός].