χερνίβιον
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Ar.Fr.316, And. 4.29 (cf. Ath.9.408c, wrongly citing Lys.). II chamber-pot, Hp.Epid.7.83.
German (Pape)
[Seite 1350] τό, dim. von χέρνιβον, Ar. fr. 298; so wollte Valck. und Wolf (Lpt. p. 376) bei Andoc. 4, 29 lesen.
Greek Monolingual
τὸ, Α χέρνιψ, -ιβος]
1. μικρό χέρνιβον, λεκανάκι («χρήσασθαι τοῑς χρυσοῑς χερνιβίοις καὶ θυμιατηρίοις», Ανδοκ.)
2. ουροδοχείο.