χαλυβδώνω

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

και χαλυβώνω Ν
1. μεταβάλλω τον σίδηρο σε χάλυβα
2. ενισχύω μεταλλικό αντικείμενο με χάλυβα
3. μτφ. δυναμώνω, ενισχύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας. Ο τ. χαλυβδώνω, κατ' επίδραση του μόλυβδος. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβῶ, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].