σφαίρωσις

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A spherical shape, rotundity, Paul.Aeg.6.62; formation of a sphere, Simp.in Cael.543.28, Theol.Ar.19, Olymp.in Phd.p.106 N.

Greek (Liddell-Scott)

σφαίρωσις: ἡ, στρογγυλότης, στρογγύλωσις, Παῦλ. Αἰγ. 6. 62.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ σφαιρώ
η διαμόρφωση του κόσμου σε σφαίρα
αρχ.
στρογγυλοποίηση.