ὑπολειπτικός
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
ή, όν,
A possessing direct motion only (i. e. Eastward along the ecliptic), of the sun and moon, Adrastus ap. Theon.Sm.p.147 H.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολειπτικός: -ή, -όν, ὁ ὑπολειπόμενος, ὁ μένων ὀπίσω, Θέων Σμυρν. π. Ἀστρονομ. σ. 204 Martin.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑπολείπω
αυτός που ακολουθεί παλινδρομική κίνηση, αυτός που κινείται προς τα πίσω.