φακόμετρο

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ. όργανο με το οποίο μετρείται η διαθλαστική ικανότητα τών φακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phacometer < φακός + μέτρο].