υπομέλας

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

-αινα, -αν / ὑπομέλας, -αινα, -αν, ΝΑ
μαυρειδερός
νεοελλ.
φρ. «υπομέλας τόπος»
ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά της 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα της γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μέλας «μαύρος». Ως όρος της νεοελλ., η λ. αποτελεί απόδοση διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. locus caeruleus].