πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
ὁ, Ααυτός που εργάζεται στην υπηρεσία κάποιου άλλου, υπηρέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λειτουργός «δημόσιος ή ιδιωτικός υπηρέτης»].