Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
η / φοράς, -άδος, ΝΜΑ
το θηλυκό άλογο, η φορβάδα
νεοελλ.
μτφ. (ειρωνικά) μεγαλόσωμη γυναίκα
αρχ.
1. εύφορη, γόνιμη
2. μερική πληρωμή, δόση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. στιβ-άς)].