υπέρμετρος

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρμετρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υπερβαίνει το μέτρο, ο υπερβολικός
2. (μετρ.) αυτός που παραβαίνει τους μετρικούς κανόνες ή αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών μετρικών κανόνων.
επίρρ...
υπερμέτρως / ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν
υπερβολικά, πέρα από το μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. περί-μετρος, σύμ-μετρος].