Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
-έλπιδος, ο, Ν
(λόγιος τ.) αυτός που εμπνέει ελπίδα, ελπιδοφόρος («φέρελπις νέος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ελπίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].