ταχύμετρο
Greek Monolingual
το, Ν
1. φυσ. όργανο μέτρησης της ταχύτητας περιστροφής ενός σώματος
2. (τοπογρ.) όργανο για την ταυτόχρονη οριζόντια και κατά ύψος αποτύπωση μιας περιοχής
3. στρ. όργανο μέτρησης της ταχύτητας βλημάτων στο κοίλο της κάννης όπλου ή πυροβόλου, καθώς και στον αέρα
4. τεχνολ. χιλιομετρικός μετρητής με τον οποίο είναι εφοδιασμένα τα οχήματα και με τον οποίο γίνεται μέτρηση τών διανυθέντων χιλιομέτρων καθώς και της στιγμιαίας ταχύτητας του οχήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachymeter < ταχυ- + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. ταχύμετρον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Σκριπ].