χιλιομετρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ανάγεται στο χιλιόμετρο («χιλιομετρικός δείκτης»)
2. αυτός που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα («χιλιομετρική απόσταση»)
3. (στις ραδιοεπικοινωνίες) χαρακτηρισμός της περιοχής ραδιοκυμάτων τών οποίων το μήκος κύματος περιέχεται μεταξύ 1 και 10 χιλιομέτρων ή κάθε κύματος που ανήκει σε αυτήν την περιοχή
4. φρ. α) «χιλιομετρική μονάδα»
μετρολ. μονάδα μέτρησης μεταφορικού έργου στις στατιστικές τών σιδηροδρόμων, αεροπλάνων και λοιπών μεταφορικών μέσων, ανηγμένη στο διανυόμενο χιλιόμετρο
β) «χιλιομετρικός επιβάτης» και «χιλιομετρικός τόννος»
μετρολ. η μονάδα έργου που παράγεται από τη μεταφορά, αντιστοίχως, ενός επιβάτη και ενός τιμολογιακού τόννου εμπορευμάτων σε απόσταση ενός χιλιομέτρου
γ) «χιλιομετρικό σημείο»
μετρολ. προσδιορισμός θέσης της σιδηροδρομικής γραμμής με την απόστασή της σε χιλιόμετρα από το σημείο αφετηρίας της γραμμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιόμετρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].