χαλκύδριον
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
τό, Dim. of χαλκός, Zos.Alch.p.216B., Theognost.Can.fol.83 (om. Cramer p.126, ante νεανισκύδριον): pl.,
A small change, BGU1821.12 (i B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χαλκός, Α. Β. 1430. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρή χάλκινη υδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].