ταξιδιωτικός

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν ταξιδιώτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταξιδιώτη ή στα ταξίδια
2. ο χρήσιμος ή κατάλληλος για ταξίδια (α. «ταξιδιωτικά γραφεία» — τα γραφεία ταξιδιών
β. «ταξιδιωτικές αποσκευές»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ταξιδιωτικά
τα μεταφορικά έξοδα
4. φρ. α) «ταξιδιωτικές επιταγές» — επιταγές που εκδίδονται από ξένες τράπεζες για τη διευκόλυνση τών συναλλαγών τών ταξιδιωτών και για μεταφορά κεφαλαίων από χώρα σε χώρα
β) «ταξιδιωτική επιστολή» — μορφή πιστωτικής επιστολής που δίνεται σε ταξιδιώτη.
επίρρ...
ταξιδιωτικά Ν
όπως ταιριάζει σε ταξιδιώτη.