τυκτά
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
a Persian word, which Hdt. (9.110) translates by τέλειον δεῖπνον βασιλήϊον.
Greek (Liddell-Scott)
τυκτά: Περσικὴ λέξις (tacht), ἣν ὁ Ἡρόδ. 6. 110 ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τέλειον δεῖπνον βασιλήιον.
French (Bailly abrégé)
achevé, accompli, somptueux (festin).
Étymologie: mot perse.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ηρόδ.) «τέλειον δεῑπνον βασιλήϊον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσ. προέλευσης].