τηλού

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113

Greek Monolingual

και τῆλυ και αιολ. τ. πήλοι και πήλυι Α
επίρρ.
1. μακριά, σε μακρινό τόπο, στα ξένα («τηλοῡ ἐπ' Ἀλφειῷ», Ομ. Ιλ.)
2. χρον. από πολύ παλιά («οὐ γάρ σε... ἀρχεύοντα νέον γεινώσκομεν ἀλλ' ἔτι τηλοῡ», Επίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ -οῦ (πρβλ. ἀγχ-ού, διχ-ού)].