πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
Α δίδωμι(αμτβ.)1. υποχωρώ, ενδίδω2. (για δύναμη ή εξουσία) παρακμάζω ή εκπίπτω.