υδρόζωα
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. ομοταξία κνιδοζώων με 2.800 περίπου θαλάσσια, κυρίως, είδη, με εξαίρεση τις ύδρες του γλυκού νερού, μονήρη ή αποικιακά, στα περισσότερα από τα οποία παρατηρείται ισοδύναμη εναλλαγή τών φάσεων πολύποδα και μέδουσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrozoa (< υδρο- + ζώα)].