τσιγκόνερο

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

το, Ν
διάλυμα θειικού ψευδαργύρου χρησιμοποιούμενο παλαιότερα ως φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + νερό].