τσιγκόνερο

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το, Ν
διάλυμα θειικού ψευδαργύρου χρησιμοποιούμενο παλαιότερα ως φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + νερό].