τσιγκόνερο

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

Greek Monolingual

το, Ν
διάλυμα θειικού ψευδαργύρου χρησιμοποιούμενο παλαιότερα ως φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + νερό].