υπνηλός

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
1. νυσταλέος, νυσταγμένος
2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.)
2. υπνωτικός.
επίρρ...
ὑπνηλῶς Μ
νυσταλέα, νυσταγμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνος + κατάλ. -ηλός (πρβλ. σφριγ-ηλός)].