υπνηλός
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
1. νυσταλέος, νυσταγμένος
2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.)
2. υπνωτικός.
επίρρ...
ὑπνηλῶς Μ
νυσταλέα, νυσταγμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. -ηλός (πρβλ. σφριγ-ηλός)].