Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
και εσφ. γρφ
τοπείο, το, Ν
1. υπαίθρια γραφική τοποθεσία
2. ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει τοποθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπιον, με καταβιβασμό του τόνου].