φυκόθριξ

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

German (Pape)

[Seite 1313] τριχος, mit Haaren wie Meergras, mit Meergras wie mit Haaren bewachsen, πέτρα Ath. IV, 135 b aus Matron.

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, Α
καλυμμένος με πολλά φύκη («φυκότριχος πέτρης», Μάτρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ, σταχυό-θριξ].