σφάκα
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
η, Ν
κοινή ονομασία του φυτού ελελίσφακος, αλλ. αλισφακιά, φασκομηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σφάκος, με αλλαγή γένους].