τιμοῦς

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμοῦς Medium diacritics: τιμοῦς Low diacritics: τιμούς Capitals: ΤΙΜΟΥΣ
Transliteration A: timoûs Transliteration B: timous Transliteration C: timoys Beta Code: timou=s

English (LSJ)

οῦσσα, οῦν,

   A high-priced, Comp. τιμούστερος IPE12.32A61 (Olbia, iii B.C.): acc. pl. τιμοῦντας glossed τιμίους ὄντας in Hsch., as if a participle.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμοῦς: οῦσα, οῦν, ὁ ἔχων μεγάλην τιμήν, ἀκριβός, συγκρ. τιμούστερος, προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου (δηλ. τοῦ σίτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α.

Greek Monolingual

-οῡσα και -οῡσσα, -οῡν και άχρ. ασυναίρετος τ. τιμόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει μεγάλη τιμή, ακριβός («προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου [τοῡ σίτου]», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῖμος + κατάλ. -όεις / -οῦς (βλ. λ. -όεις)].