τουμπάρω

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και τουμπέρνω Ν
1. (μτβ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι
2. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω («το αυτοκίνητο τουμπάρισε στη στροφή»)
3. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, παραπείθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τούμπα (Ι). Ο τ. τουμπέρνω από τον αόρ. τούμπαρα κατά τα παίρνω, σέρνω, φέρνω].