τρίχωση
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
η / τρίχωσις, -ώσεως, ΝΜΑ τριχῶ
1. έκφυση τριχών, τριχοφυΐα
2. τρίχωμα
νεοελλ.
ιατρ. η παρά φύσιν έκφυση τριχών στον βλεννογόνο της ουρήθρας ή της κύστης
μσν.-αρχ.
νόσος που προσβάλλει τα βλέφαρα, τριχίαση
αρχ.
κόμμωση.