Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριχίαση

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek Monolingual

η, / τριχίασις, -άσεως, ΝΜΑ [[τριχιῶ, -άω]]
ιατρ. ανωμαλία της εκφύσεως τών βλεφαρίδων, οι οποίες φέρονται προς τα μέσα, προς τον βολβό του ματιού, ερεθίζοντας τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα.