χουρμαδιά

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source

Greek Monolingual

και κουρμαδιά, η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χουρμάδ-ες, πληθ. της λ. χουρμάς + κατάλ. -ιά (πρβλ. καρυδ-ιά)].