ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Full diacritics: τροχᾰδάριος | Medium diacritics: τροχαδάριος | Low diacritics: τροχαδάριος | Capitals: ΤΡΟΧΑΔΑΡΙΟΣ |
Transliteration A: trochadários | Transliteration B: trochadarios | Transliteration C: trochadarios | Beta Code: troxada/rios |
ὁ, (τροχάς)
A shoemaker, IG3.3463.
ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχάς, άδος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius)].