φαλίπτει
From LSJ
English (LSJ)
μωραίνει, Hsch. φαλίσσομαι, (φαλός) Pass.,
A to be white, Id. φάλκη, ἡ, bat, Id.; also = ὁ τῆς κόμης αὐχμός, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μωραίνει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλός «μωρός». Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί φαλίττει].