χακί

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανοικτόφαιο χρώμα, παραπλήσιο με το χρώμα του χώματος σε διάφορες αποχρώσεις
2. ύφασμα με αυτό το χρώμα χρησιμοποιούμενο κυρίως για στρατιωτικές στολές
3. μτφ. α) στρατιωτική στολή («ντύθηκε στο χακί»)
β) ο στρατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. kaki, λ. ινδ. προέλευσης με σημ. «χρώμα της σκόνης»].