σφουγγάτο

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

το / σφουγγᾱτον, ΝΜ και σφογγάτο Ν και σφογγᾱττον Μ
ομελέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόγγος/ σπόγγος + κατάλ. -άτο (πρβλ. λεμον-άτο). Ο νεοελλ. τ. σφουγγάτο με κώφωση του /ο/ σε /u/, πρβλ. κώδων: κουδούνι].