φυλλοκτόνος

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τα φύλλα, που κάνει τα φύλλα να μαραθούν («φυλλοκτόνος, οὐ φυτοκτόνος χειμών», Βαλσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μηλο-κτόνος, ταυρο-κτόνος.