ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-ον, Μαυτός που σκοτώνει τα φύλλα, που κάνει τα φύλλα να μαραθούν («φυλλοκτόνος, οὐ φυτοκτόνος χειμών», Βαλσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μηλο-κτόνος, ταυρο-κτόνος.