φρεσκάρω
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
Ν
1. καθιστώ κάτι νωπό, δροσερό
2. συνεκδ. ανανεώνω, ανακαινίζω («έδωσε τα ρούχα του να τά φρεσκάρουν»)
3. (αμτβ.) α) γίνομαι φρέσκος, δροσερός («τα λουλούδια φρεσκάρουν με το πότισμα»)
β) γίνομαι ή φαίνομαι πιο καινούργιος
γ) (για ατμοσφαιρικά φαινόμενα και καιρικές καταστάσεις) γίνομαι πιο δροσερός, πιο ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frescare (βλ. και λ. φρέσκος)].