φρεσκάρω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
Ν
1. καθιστώ κάτι νωπό, δροσερό
2. συνεκδ. ανανεώνω, ανακαινίζω («έδωσε τα ρούχα του να τά φρεσκάρουν»)
3. (αμτβ.) α) γίνομαι φρέσκος, δροσερός («τα λουλούδια φρεσκάρουν με το πότισμα»)
β) γίνομαι ή φαίνομαι πιο καινούργιος
γ) (για ατμοσφαιρικά φαινόμενα και καιρικές καταστάσεις) γίνομαι πιο δροσερός, πιο ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frescare (βλ. και λ. φρέσκος)].