χαιρούμενος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
χαρούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. χαίρω, σχηματισμένη με κατάλ. -ούμενος τών μτχ. τών συνηρ. ρ. (πρβλ. μελλ-ούμενος, πετούμενος)].
-η, -ο, Ν
χαρούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. χαίρω, σχηματισμένη με κατάλ. -ούμενος τών μτχ. τών συνηρ. ρ. (πρβλ. μελλ-ούμενος, πετούμενος)].