χαμολιός

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

και χαμοληός, ο, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών
2. ζωολ. κοινή ονομασία του ζώου χαμαιλέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαμολιός έχει σχηματιστεί με συνίζηση από το μτγν. χαμαίλεος, μεταπλασμένο τ. του χαμαιλέων, κατά τη θεματική κλίση].