χαμολιός

From LSJ

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source

Greek Monolingual

και χαμοληός, ο, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών
2. ζωολ. κοινή ονομασία του ζώου χαμαιλέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαμολιός έχει σχηματιστεί με συνίζηση από το μτγν. χαμαίλεος, μεταπλασμένο τ. του χαμαιλέων, κατά τη θεματική κλίση].