υδρόχρωμα

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. χρωστική ουσία διαλυμένη σε νερό, κν. νερομπογιά
2. χρωματισμένο γαλάκτωμα ασβέστη, κατάλληλο για επίχρυση διαφόρων επιφανειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χρώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].