τζιτζίκι
Greek Monolingual
το, Ν
ζωολ. α) ο τζίτζικας
β) κοινή ονομασία μικρόσωμου παράκτιου ψαριού της οικογένειας callionymidae της τάξης περκόμορφοι, με γυμνό από λέπια δέρμα, που χαρακτηρίζεται από λαμπρούς συνήθως χρωματισμούς και βραγχιακά επικαλύμματα εφοδιασμένα με άκανθες ικανές να προκαλέσουν επώδυνα τραύματα
γ) (καταχρ.) το είδος παράκτιου ψαριού Lepadogaster lepadogaster της οικογένειας gobiesocidae που, ορθότερα, είναι γνωστό με την ονομασία κολλητσίδα
δ) κοινή ονομασία του εδώδιμου μαλακόστρακου καρκινοειδούς σκύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζίτζικας, πιθ. μέσω ενός υποκορ. τζιτζίκιον].