τούλι
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Greek Monolingual
το, Ν
ελαφρό και διάφανο βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα που χρησιμοποιείται στη μοδιστρική, στη βιομηχανία έτοιμων ενδυμάτων και στην κατασκευή μεταξωτών, συνήθως, κοσκίνων της αλευροποιίας λόγω της ιδιότητάς του να διατηρεί κανονικότατα διαστήματα μεταξύ τών νημάτων στημονιού και υφασιού, αλλ. τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tulle < Tulle, πόλη στην κεντρική Γαλλία όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά].